γιδιά

γιδιά
η
1. το δέρμα της γίδας ή του τράγου.
2. σάκος από δέρμα γίδας όπου βάζουν γάλα, τυρί κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γιδιά — η 1. δέρμα κατσίκας ή τράγου 2. ασκί από γιδιά …   Dictionary of Greek

  • γίδι — το 1. το μικρό της γίδας, το κατσικάκι. 2. στον πληθ., γίδια κατσίκες και τράγοι: Οδήγησε τα γίδια στο μαντρί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Битва при Геронтас —   Греческая революция Драгашани • Скулени • Наварино (1) • Наварино (2) • Триполица • Аламана (Фермопилы) • Гравия • …   Википедия

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • αγαλακτία — Παθολογικό σύμπτωμα σε άρρωστα γαλακτοφόρα ζώα και στον άνθρωπο. Υπάρχουν διάφορα αίτια που μπορεί να κάνουν τους μαστούς να μην εκκρίνουν γάλα (εξάντληση του οργανισμού από μακρόχρονες αρρώστιες ή από δηλητηρίαση κλπ.). Στα πρόβατα και τα γίδια… …   Dictionary of Greek

  • βελάζω — και μπελάζω 1. (για πρόβατα και γίδια) βγάζω τη χαρακτηριστική φωνή μπε, μπε 2. (για άνθρωπο) α) σκούζω, θρηνώ β) ζητώ κάτι μ επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένο ρ. από το βε ή μπε, χαρακτηριστικό της φωνής των προβάτων] …   Dictionary of Greek

  • βληχώμαι — βληχῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για πρόβατα και σπανιότερα για γίδια) βελάζω 2. (για νήπια) κλαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βληχή] …   Dictionary of Greek

  • βράχωμα — το [βραχώνω] το να βραχωθούν τα γίδια …   Dictionary of Greek

  • βραχώνω — [βράχος] 1. (για το έδαφος) γίνομαι τραχύς, σκληραίνω 2. (και βραχώνομαι) (για γίδια συνήθως) ανεβαίνω σε βραχώδη γκρεμό, αποκλείομαι και δεν μπορώ να βγώ …   Dictionary of Greek

  • γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”